τυμπανίας

τυμπανίας
τυμπᾰν-ίας, ου, [dialect] Ion. [suff] τυμπᾰν-ίης, ,
A = τυμπανοειδής, ὕδρωψ a kind of dropsy in which the belly is stretched tight like a drum, Gal.19.424, Aret.SD2.1.
II one who suffers from τυμπανίας ὕδρωψ, Herod.Med. ap. Orib.10.8.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυμπανίας — ο, ΝΜΑ, και ιων. τ. τυμπανίης Α φρ. «τυμπανίας ύδρωψ» είδος υδρωπικίας κατά την οποία πρήζεται η κοιλιά και τεντώνεται το δέρμα όπως το τύμπανο αρχ. αυτός που υποφέρει από την παραπάνω αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. ίας (πρβλ. ἀστερ… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανίτης — ὁ, Α τυμπανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. ίτης*] …   Dictionary of Greek

  • τυμπανόεις — εσσα, εν, Α τυμπανοειδής («ὕδρωψ τυμπανόεις» ο τυμπανίας, Νίκ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • τύμπανο — (Μουσ.). Κρουστό μουσικό όργανο με καθορισμένο ήχο. Αποτελείται από ένα μεγάλο μετάλλινο ημισφαίριο, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένη μια μεμβράνη. Ανάλογα με το τέντωμα της μεμβράνης διαμέσου κοχλιών ή ποδοπλήκτρων, ρυθμίζεται και το ύψος του ήχου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”